-
1 ποίηση
[-ις (-εως)] η поэзия;§ η ποίησις τού κόσμου рел — сотворение мира
-
2 ποιήσῃ
сделаетсотворит сделатьΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ποιήσῃ
-
3 ποίηση
[пииси] ουσ. Θ. поэзия,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ποίηση
-
4 ποίηση
[пииси] ουσ θ поэзия. -
5 γνωμικός
η, ό[ν]1) нравоучительный, сентенциозный; 2) лит. гномический;γνωμική ποίηση — гномическая поэзия
-
6 διδακτικός
-
7 ειδυλλιακός
η, ό[ν]1) идиллический; 2) пасторальный;ειδυλλιακή ποίηση — пасторальная поэзия
-
8 εξοφλώ
(ε) 1. μετ.1) погасить, оплатить;εξοφλώ τα χρέη μου — оплатить долги;
2) выполнять, исполнять (обещание, требование и т. п.);2. αμετ. 1) прям., перен. расплатиться, рассчитаться, расквитаться; εξώφλησα με τα χρέη μου я расплатился с долгами;εξοφλώ τούς λογαριασμούς μου με κάποιον — расквитаться, свести счёты с кем-л.;
2) распроститься, покончить (с чём-л.); порвать (с кем-л.);εξώφλησα με την ποίηση (πολιτική) я покончил с поэзией (политикой); εξώφλησα μαζί της я с ней порвал -
9 επιδίδω
(αόρ. επέδωκα и επέδωσα) μετ.1) передавать; вручать;επιδίδω επιστολή — вручить письмо;
επιδίδω την κλήσιν εις τον μάρτυρα — вручать повестку свидетелю;
επιδίδω διαμαρτυρίαν — вручать ноту протеста;
επιδίδω τα διαπιστευτήρια μου — вручать верительные грамоты;
2) подавать (заявление и т. п.);επιδίδομαι — посвящать себя, отдаваться (чему-л.); — пристраститься (к чему-л.); — заниматься (чём-л.);
επιδίδομαι στην ποίηση — посвятить себя поэзии;
επιδίδομαι στην πολιτική — заняться политикой;
επιδίδομαι στον αθλητισμό — заниматься спортом; — увлекаться спортом;
επιδίδομαι στην απολαύσεις — предаваться удовольствиям
-
10 επικός
-
11 λυρικός
-
12 μακαρονικός
η, ό[ν] лит. макаронический;μακαρονική ποίηση — макароническая поэзия
-
13 ξοφλώ
(α) 1. μετ.1) уплачивать, гасить (долг);ξοφλήσαμε τούς λογαριασμούς μας μ' αυτόν — мы с ним расквитались;
2) перен. выполнять (долг и т. п.);2. αμετ. 1) рассчитываться, расплачиваться; 2) покончить (с чём-л.), бросить заниматься (чём-л.); ξώφλησα με την ποίηση я покончил с поэзией; 3) см. ξεπέφτω 3, 4;§ ξοφλώ κάτι με το κεφάλι μου — поплатиться за что-л, головой
-
14 ποιμενικός
См. также в других словарях:
ποίηση — Λογοτεχνική σύνθεση στην οποία η έκφραση των αισθημάτων ή των εικόνων, η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, ακόμα και η έκθεση επιστημονικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεων, επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών… … Dictionary of Greek
ποίηση — η 1. η τέχνη να συνθέτει κανείς ποιήματα: Η ποίηση του Παλαμά. 2. το σύνολο των ποιητικών έργων μιας περιόδου: Η ποίηση κατά την τουρκοκρατία δεν ήταν αξιόλογη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυρική ποίηση — Ποίηση που εκφράζει κατά άμεσο τρόπο τα υποκειμενικά συναισθήματα, με χαρακτηριστικά μορφής και περιεχομένου που τη διαφοροποιούν από τα άλλα κύρια ποιητικά είδη (έπος και δράμα). Η διάκριση αυτή συνεχίζεται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αλλά… … Dictionary of Greek
ποιησῇ — ποιέω make fut ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήση — ποίησις fabrication fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήσῃ — ποιήσηι , ποίησις fabrication fem dat sg (epic) ποιέω make aor subj mid 2nd sg ποιέω make aor subj act 3rd sg ποιέω make fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… … Dictionary of Greek
διδακτική ποίηση — Ποιητικό είδος που πρωτοεμφανίστηκε στην αρχαιότητα και πραγματεύτηκε θέματα τεχνικού ή επιστημονικού περιεχομένου. Οι απαρχές της δ.π., όπως και της επικής, ήταν θρησκευτικές. Ασχολήθηκε με ποικίλα θέματα και είτε αποσκοπούσε στην ηθική… … Dictionary of Greek
αιολική ποίηση — Η λυρική ποίηση που καλλιέργησαν τα αιολικά φύλα, η οποία ονομαζόταν και μονωδιακή λυρική ποίηση, σε αντίθεση με τη χορική ή δωρική ποίηση. Εκτός από τις ειδικές μορφές μέτρου και μουσικής, την ποίηση αυτή τη διακρίνει και μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
γνωμική ποίηση — Ποιητικό είδος ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα, στο οποίο οι ηθικές παραινέσεις δίνονται αποφθεγματικά και για τον λόγο αυτό ξεχωρίζει από τη διδακτική ποίηση. Τα πρώτα διδάγματα γ.π. τα συναντάμε στον Ησίοδο και αργότερα στον Φωκυλίδη, ο οποίος είχε… … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη ποίηση — Εκτός από τη ζωγραφική η έννοια του «συγκεκριμένου» επηρέασε και τον ποιητικό λόγο και, γενικότερα, τη λογοτεχνία. Στην πρώτη χρονολογικά Ανθολογία συγκεκριμένης ποίησης (1983), που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, ο ανθολόγος Κ. Γιαννουλόπουλος, ανάμεσα … Dictionary of Greek